σφηνο(ειδο)υπερώιος — α, ο, Ν ανατ. αυτός που αναφέρεται στο σφηνοειδές και στο υπερώιο οστό ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. sphenopalatal < spheno (< σφήν, ηνός) + palatal «υπερώιος». Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Λ. Παπαϊωάννου] … Dictionary of Greek
γνάθος — Κάθε ένα από τα δύο οστά, στα οποία βρίσκονται τα δόντια. Διακρίνεται σε άνω και κάτω γ. Η άνω γ. αποτελείται από δύο ημιμόρια, το δεξί και το αριστερό, που συνοστεώνονται κατά τη μέση γραμμή. Αποτελούν το κυριότερο μέρος του σκελετού του… … Dictionary of Greek
πτερυγοϋπερώιος — α, ο, Ν 1. ανατ. ο σχετικός με τις πτερυγοειδείς αποφύσεις τού σφηνοειδούς οστού και με την υπερώα 2. φρ. «πτερυγοϋπερώιος πόρος» πόρος διά μέσου τού οποίου πορεύεται ο δεύτερος κλάδος τού τριδύμου νεύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ.… … Dictionary of Greek
σαλπιγγοϋπερώιος — α, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευσταχιανή σάλπιγγα και στην υπερώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό και απόδοση ως προς το β συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. salpingopalatine < salpingo (< σάλπιγγα) + palatine «υπερώιος»] … Dictionary of Greek
υπερωόδους — ο, Ν ζωολ. γένος ραμφοφάλαινας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperoodon < ὑπερώιος / ὑπερῷος «αυτός που βρίσκεται πάνω» + ὀδούς, ὀδόντος] … Dictionary of Greek
φαρυγγοϋπερώιος — α, ο, Ν ανατ. αυτός που ανήκει στον φάρυγγα και στην υπερώα (α. «φαρυγγοϋπερώια καμάρα» β. «φαρυγγοϋπερώιος μυς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pharyngopalatinus < pharyngo (< φάρυγξ, υγγος) + palatinus «υπερώιος». Η λ., στον … Dictionary of Greek
Αβελλίς, Γκεόργκ — (Georg Avellis, 1864 – 1916).Γερμανός ωτορινολαρυγγολόγος. Με το όνομά του είναι γνωστό το σύνδρομο που μελέτησε. Το σύνδρομο Α. προκαλείται από βλάβη του πνευμονογαστρικού και παραπληρωματικού νεύρου (υπερώιος κλάδος). Εκδηλώνεται με παράλυση… … Dictionary of Greek